ἀδιάρθρωτος

ἀδιάρθρωτος
ἀ-δι-άρθρωτος, ungegliedert, nicht ausgebildet; (eigentl. von der Aussprache) undeutlich, unartikuliert

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀδιάρθρωτος — not jointed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάρθρωτος — η, ο (Α ἀδιάρθρωτος, ον) [διαρθρῶ] 1. αυτός που δεν διαρθρώθηκε, ασυναρμολόγητος, ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, ασύνδετος 2. (για τον λόγο) άναρθρος, συγκεχυμένος νεοελλ. (για έμβρυα) αυτό που δεν απόκτησε ακόμη άρθρα, μέλη τού σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αδιάρθρωτος — η, ο ασυναρμολόγητος, ανοργάνωτος: Η μελέτη του είναι καλογραμμένη, αλλά αδιάρθρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαρθρώτως — ἀδιάρθρωτος not jointed adverbial ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάρθρωτον — ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem acc sg ἀδιάρθρωτος not jointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαρθρωτότερα — ἀδιάρθρωτος not jointed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαρθρώτοις — ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαρθρώτου — ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαρθρώτους — ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαρθρώτων — ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαρθρώτῳ — ἀδιάρθρωτος not jointed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”